ἔφθασαν

ἔφθασαν
ἔφθᾱσαν , φθάνω
come
aor ind act 3rd pl (doric)
φθάνω
come
aor ind act 3rd pl
φθάζω
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μετανάστευση — Στα πλαίσια της ευρύτερης έννοιάς του ο όρος μ. περιλαμβάνει την ιδέα της κίνησης, την αλλαγή τόπου διαμονής και μπορεί να αναφέρεται σε κάθε μετακίνηση –οριστική ή προσωρινή– ομάδων ανθρώπων ή ζώων, προς τόπους διαφορετικούς από εκείνους στους… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία …   Dictionary of Greek

  • εκταίος — α, ο (Α ἑκταῑος, α, ον) 1. αυτός που γίνεται την έκτη μέρα, που συμβαίνει κάθε έκτη μέρα («ἀφίκοντο ἑκταῑοι» έφθασαν την έκτη μέρα, μετά έξι μέρες, Ξεν.) 2. έκτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑκταῑον οι δύο κοτύλες* …   Dictionary of Greek

  • επιβαίνω — ἐπιβαίνω (Α) [βαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο 2. βατεύω, οχεύω μσν. νεοελλ. ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια τής επισκοπής μου αρχ. μσν. 1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • λειανοκλάδι — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.335 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νομού, στην πεδιάδα του ποταμού Σπερχειού, στα αριστερά του, 12 χλμ. Δ της Λαμίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ιστορία. Στη διάρκεια της… …   Dictionary of Greek

  • λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… …   Dictionary of Greek

  • μικρόφωνο — Ηλεκτρομηχανικό σύστημα ικανό να μετατρέπει τα ηχητικά κύματα που προσκρούουν πάνω σε αυτό, σε ηλεκτρικές ταλαντώσεις. Η λειτουργία του μ. βασίζεται ουσιαστικά στο ότι τα ηχητικά κύματα όταν προσκρούουν για παράδειγμα πάνω σ’ ένα έλασμα, αυτό… …   Dictionary of Greek

  • προορισμός — ο, ΝΜΑ [προορίζω] προκαθορισμός, καθορισμός εκ τών προτέρων (α. «προορισμός τού Ιδρύματος είναι να καλύψει τις ανάγκες της επαρχίας και τής ευρύτερης περιοχής β. «τῆς θείας κελεύσεως ἔργον ἐστὶν ὁ προορισμός», Δαμασκ. Ι.) νεοελλ. 1. σκοπός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”